- υπορριπτω
- ὑπορρίπτωὑπο-ρρίπτωподбрасывать, бросать
(τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπορριπτώ — έω, Α ὑπορρίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὑπορρίπτω κατά τα συνηρημένα] … Dictionary of Greek
ὑπορρίπτω — ὑπορρί̱πτω , ὑπορρίπτω throw down pres subj act 1st sg ὑπορρί̱πτω , ὑπορρίπτω throw down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπορρίπτω — Α [ῥίπτω] ρίχνω από κάτω και μπροστά … Dictionary of Greek
ὑπορρῖψαι — ὑπορρίπτω throw down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερριμμένον — ὑπερρῑμμένον , ὑπορρίπτω throw down perf part mp masc acc sg ὑπερρῑμμένον , ὑπορρίπτω throw down perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερρίπτουν — ὑπερρί̱πτουν , ὑπορρίπτω throw down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑπερρί̱πτουν , ὑπορρίπτω throw down imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορριπτουμένων — ὑπορρῑπτουμένων , ὑπορρίπτω throw down pres part mp fem gen pl (attic epic doric) ὑπορρῑπτουμένων , ὑπορρίπτω throw down pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) ὑπορριπτέω throw down pres part mp fem gen pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρίπτουσι — ὑπορρί̱πτουσι , ὑπορρίπτω throw down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπορρί̱πτουσι , ὑπορρίπτω throw down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρίπτουσιν — ὑπορρί̱πτουσιν , ὑπορρίπτω throw down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπορρί̱πτουσιν , ὑπορρίπτω throw down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρίψατε — ὑπορρί̱ψατε , ὑπορρίπτω throw down aor imperat act 2nd pl ὑπορρί̱ψατε , ὑπορρίπτω throw down aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϋπορρίπτω — Α ρίχνω προηγουμένως κάτι κάτω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπορρίπτω «ρίχνω από κάτω»] … Dictionary of Greek